- τιτίβισμα
- cıvıldama, kuş sesi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τιτίβισμα — το, Ν βλ. τιττύβισμα … Dictionary of Greek
τιτίβισμα — το, ατος κελάηδημα των πουλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιττύβισμα — και τιτίβισμα, το, Ν [τιττυβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιττυβίζω … Dictionary of Greek